-
1 κατέχω
(αόρ. κατέσχον, παθ. αόρ. κατεσχέθην) μετ.1) занимать; оккупировать;κατέχω την πρώτη θέση — занимать первое место;
κατέχω δεσπόζουσα θέση — занимать господствующее положение;
2) владеть, обладать;κατέχω τό κτήμα (μεγάλη περιουσία) — владеть имением (огромным имуществом);
3) перен. владеть, хорошо знать;κατέχω τα μαθηματικά — хорошо знать математику;
1) — находиться во владении;κατέχομαι
2) быть занятым, оккупированным;3) быть охваченным, преисполненным каким-л. чувством; быть одержимым (чём-л.);κατέχεται από μεγαλομανία — он одержим манией величия
-
2 εξουσία
η власть;πατρική εξουσία — отцовская власть;
κρατική εξουσία — государственная власть;
νομοθετική (εκτελεστική) εξουσία — законодательная (исполнительная) власть;
τα όργανα της εξουσίας — органы власти;
κατάχρηση εξουσίας — злоупотребление властью;
η ανοδος ( — или ο ερχομός) στην εξουσία — приход к злости;
η κατάληψις της -'ας захват власти;κατέχω την εξουσία — стоять у власти;
δίδω την εξουσία σε κάποιον — давать власть кому-л.;
έχω την εξουσία να κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.;
δεν είναι στην εξουσία μου — это не в моей власти;
κάτω από την εξουσί... — под властью кого-чего-л.
-
3 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
См. также в других словарях:
κατέχω — βλ. πίν. 154 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κατέχω : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως η μτχ. ενεστώτα κατεχόμενος, π.χ. κατεχόμενα εδάφη (→ που βρίσκονται κάτω από ξένη κατοχή). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το ρ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατέχω — κατείχα 1. έχω στην εξουσία μου: Οι Ισραηλινοί κατέχουν εδάφη που ανήκουν στους Άραβες. 2. γνωρίζω κάτι πολύ καλά: Την κατέχει τη δουλειά του. 3. βρίσκομαι σε κάποια θέση, υπηρετώ κάπου: Το οχυρό κατέχει θέση που δεσπόζει σ όλη την περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… … Dictionary of Greek
ηγεμονεύω — (AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω) 1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.) 2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω 3. παθ. ηγεμονεύομαι… … Dictionary of Greek
πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… … Dictionary of Greek
προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… … Dictionary of Greek
εστιουχώ — ἑστιουχῶ, έω (Α) [εστιούχος] 1. έχω, κατέχω την εστία 2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω … Dictionary of Greek
παρεδρεύω — ΝΜΑ [πάρεδρος] είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρου μσν. αρχ. στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι μσν. παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχή αρχ. 1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον 2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι 3. κατέχω… … Dictionary of Greek
προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… … Dictionary of Greek